ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΜΝΗΜΕΙΑ
ΤΩΝ ΠΕΡΙΧΩΡΩΝ ΤΩΝ ΣΕΡΡΩΝ

 

ΕΛΑΙΩΝΑΣ

Η εξωτερική τρίπλευρη αψίδα του Ιερού.


Βρίσκεται σε απόσταση 9 χλμ. βορειοανατολικά από την πόλη των Σερρών και 1,5 ώρα πεζοπορίας βορειοδυτικά από τη μονή Τιμίου Προδρόμου, σε γραφική τοποθεσία (υψόμ. 400 μ.) με άφθονα νερά. Αποτελούσε κατά το παρελθόν αξιόλογο θέρετρο των παλιών Σερραίων, γνωστό με την τουρκική ονομασία Ντουτλή ή Δουτλή (=Συκαμινοχώρι ή Μορεοχώρι) από το πλήθος των μουριών (τουρκ. dut= συκάμινο, μούρο) που υπήρχαν σε αφθονία, μαζί με τις ελιές και άλλα καρποφόρα δέντρα. Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο (14ος αι.) αναφέρεται από τις πηγές ως Γόριανη. Στην πλατεία του σημερινού οικισμού υψώνεται ο μικρός σχετικά βυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου (εσωτ. διαστ. κυρίως ναού 5,70 Χ 5,80 μ., χωρίς την κόγχη). Ανήκει στον τύπο του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο και ειδικότερα στην κατηγορία των τετρακιόνιων.

Ο βυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου στον Ελαιώνα. Άποψη από ΒΑ.

Οι τέσσερις κίονές του με τις καμάρες τους στηρίζουν τον κεντρικό τρούλο, που καλύπτει αρκετά μεγάλο μέρος του ναού. Η αψίδα του Ιερού προστίθεται κατευθείαν στο ανατολικό σκέλος του σταυρού. Διπλό οδοντωτό κυματοειδές γείσο περιτρέχει τον οκτάπλευρο εξωτερικά τρούλο και την τρίπλευρη αψίδα. Το μνημείο ακολουθεί στην κατασκευή του το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, ενώ ο τρούλος του αποτελείται μόνον από πλίνθους. Η μεταγενέστερη ακαλαίσθητη προσθήκη του νάρθηκα στη δυτική του πλευρά, που πραγματοποιήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, καθώς και η σύγχρονη κατασκευή της στέγης από μπετόν, έχουν αλλοιώσει αρκετά την αρχική του μορφή. Ο ναός στο μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού του καλύπτεται από νεότερα επιχρίσματα και μεταβυζαντινό τοιχογραφικό διάκοσμο. Λίγο πριν από το 1971 όμως αποκαλύφτηκε στον ανατολικό τοίχο του Ιερού, στο τμήμα αριστερά από την κόγχη του διακονικού και κάτω από παχύ στρώμα κονιάματος, το πάνω τμήμα αγιογραφίας από το αρχικό στρώμα. Πρόκειται, σύμφωνα με την επιγραφή που τη συνοδεύει, για τη μορφή του αγίου Δαμιανού, διατηρημένη όμως όχι σε πολύ καλή κατάσταση. Ο άγιος παριστάνεται ολόσωμος κατενώπιον και στέκεται όρθιος. Με το αριστερό του χέρι κρατά θήκη με ιατρικά εργαλεία. Ως προς τον εικονογραφικό του τύπο ο καθηγητής Ε. Τσιγαρίδας, που ανακάλυψε και μελέτησε την τοιχογραφία, υποστηρίζει ότι υιοθετήθηκαν παλιότερα πρότυπα.

Το οδοντωτό γείσο στον τρούλο και την αψίδα του Ιερού.

 

Η μεταβυζαντινή (1883) τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου.

Από άποψη τεχνοτροπική το αποδίδει σε λαϊκό επαρχιακόεργαστήριο. Εμφανή τεχνοτροπική εξάλλου συγγένεια παρουσιάζει με τη βραχοαγιογραφία της Θεοτόκου (1382) από τη γειτονική Οινούσα Σερρών όχι μόνο στη γραμμική απόδοση της πτυχολογίας, αλλά και στην προσπάθεια απόδοσης του όγκου του πρόσωπου με τις γραμμώσεις κάτω από τα μάτια, διαπίστωση που κάναμε στη σχετική μας μελέτη. Πρόσφατες εργασίες στερέωσης του μνημείου έφεραν στο φως άλλες τέσσερις ακόμη εικονογραφικές μορφές από το αρχικό τοιχογραφικό στρώμα, μετά την αφαίρεση μεγάλων τμημάτων των νεότερων επιχρισμάτων εσωτερικά του ναού. Πρόκειται για τρεις ολόσωμους αγίους στο νότιο τοίχο του Ιερού και τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο στην κόγχη του διακονικού. Ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού και τα επιμέρους μορφολογικά του γνωρίσματα εντάσσουν το μνημείο στην αρχιτεκτονική παράδοση της Κωνσταντινούπολης, ενώ χρονολογικά τοποθετείται στο 12ο αιώνα.


ΟΙΝΟΥΣΑ


Οικισμός, χτισμένος στους νότιους πρόποδες του Μενοικίου όρους (υψόμ. 130 μ.), βρίσκεται σε απόσταση 7 χλμ. ανατολικά από την πόλη των Σερρών. Συγκροτήθηκε για πρώτη φορά το έτος 1927. Σήμερα ανήκει στο Δήμο Σερρών. Η βραχοαγιογραφία: Σε απόσταση μόλις 1,5 χλμ. βόρεια από την Οινούσα (βυζαντ. ονομασία Τρεβέσαινα και μεταγενέστερη Δερβέσιανη ή Ντερβέσιανη) βρίσκεται η τοποθεσία «Φανερωμένη».
Στη νότια κοφτή και απότομη ασβεστολιθική πλαγιά του απόκρημνου λόφου "Βλασελνίκου", μέσα σε αβαθή βραχοσκεπή και σε ύψος 5,5 μ. περίπου από το φυσικό έδαφος, είναι αποτυπωμένη μια βυζαντινή αγιογραφία. Εικονίζει την Παναγία Οδηγήτρια στον τύπο της «δεξιοκρατούσας» που συνοδεύεται από τους δύο αρχαγγέλους. Η νωπογραφία έχει διατηρηθεί σε πολύ άσχημη κατάσταση, εξαιτίας των ανθρώπινων κακοποιήσεων και των καιρικών συνθηκών. Η κεντρική μορφή της Θεοτόκου, που επιβάλλεται με τον όγκο της, παριστάνεται σε προτομή. Κρατά το Χριστό με το δεξί της χέρι και ακουμπά την αριστερή παλάμη στο στήθος. Στρέφει ελαφρά το σώμα της προς το θείο τέκνο και χαμηλώνει το κεφάλι προς τα κάτω. Ο αριστερός της ώμος είναι ελαφρά υπερυψωμένος, ακολουθώντας τη στροφή του σώματος. Ο Χριστός, που απεικονίζεται ως νήπιο, είναι ολόσωμος και σε στροφή τριών τετάρτων. Κάθεται άνετα πάνω στο δεξί χέρι της Μητέρας του. Υψώνει το δεξί του χέρι μπροστά σε σχήμα ευλογίας, ενώ με το αριστερό κρατούσε πιθανόν ειλητάριο. Οι δυο σεβίζοντες φτερωτοί αρχάγγελοι, που παρευρίσκονται συμμετρικά δεξιά και αριστερά της Θεοτόκου (ο Μιχαήλ δεξιά και ο Γαβριήλ αριστερά, σύμφωνα με το βυζαντινό πρωτόκολλο), απεικονίζονται όρθιοι από τα γόνατα και πάνω, ελαφρά υπερυψωμένοι και σε μικρότερο αναλογικά μέγεθος. Με το καμπτόμενο χέρι τους κρατούν, στο ύψος του στέρνου, την άκρη κοντού σκήπτρου που το άνω στέλεχός του καταλήγει σε σταυρό. Με το άλλο χέρι προσφέρουν γαλάζια σφαίρα, που συμβολίζει την παγκοσμιότητα. Στην επιφάνεια της σφαίρας, που έχει διασωθεί μόνο στον αριστερό αρχάγγελο, σημειώνεται το Χριστόγραμμα.

Η γραπτή, ανορθόγραφη και αρκετά δυσανάγνωστη, επτάστιχη επιγραφή που έχει αποτυπωθεί κατευθείαν πάνω στην επιφάνεια του βράχου στη δυτική πλευρά της αγιογραφίας δίνει με ακρίβεια το χρόνο της εκτέλεσής της (6890 από κτίσης κόσμου =1382 μ.Χ.). Το κείμενό της σε μεταγραφή έχει ως εξής: Ιστορήθη η αγία εικών της αγίας Θεοτόκου δια συνδρομής και εξόδου ιερομονάχου του Νικήτα, υιός και υιού αυτού Ιερέως Χριστοδούλου 6890 έτους. Χείρ του Κασταμονίτου. Από το γραπτό αυτό κείμενο πληροφορούμαστε επιπλέον ότι η πρωτοβουλία της ιστόρησης της βραχοαγιογραφίας οφείλεται στον ιερομόναχο Νικήτα, ενώ η εκτέλεσή της αποδίδεται στον αγιογράφο Κασταμονίτη. Το αγίασμα: Η παρουσία φυσικής κοιλότητας κάτω από την υπαίθρια αγιογραφική σύνθεση αποδεικνύει και το λειτουργικό της χαρακτήρα. Πρόκειται ασφαλώς για ιαματική πηγή (αγίασμα) της Θεοτόκου, το οποίο πιθανόν προϋπήρχε από την ιερή εικόνα. Την απαρχή της οφείλει στην εμφάνιση ίσως της Παναγίας στο σημείο αυτό, όπως υποδηλώνει και η ονομασία του τοπωνυμίου «Φανερωμένη». Το νερό, που συγκεντρώνεται μέσα σε αυτό το αγίασμα σταγόνα-σταγόνα από χαραγή του βράχου μετά τα πρωτοβρόχια, αποδίδεται από τους πιστούς στα δάκρυα της Θεοτόκου και συνεπώς, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, εμπεριέχει θαυματουργές ιδιότητες. Υπάρχει επίσης η συνήθεια των προσκυνητών να κρεμούν μέρος από τα ρούχα ή τα μαντίλια τους (τα λεγόμενα «τζάντζαλα») στα παρακείμενα κλαδιά των θάμνων, αφού σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη η αρρώστια μεταβιβάζεται σε άψυχα αντικείμενα, μετά από τη θεραπεία του αρρώστου από το αγιασμένο νερό, σε έναν εξαγνισμένο και ακίνδυνο για όλους τόπο. Η παράσταση της Βρεφοκρατούσας με τη συνοδεία των δύο αρχαγγέλων ως εικονογραφικό θέμα πάνω από το αγίασμα δεν επιλέχτηκε ασφαλώς τυχαία. Η μεταφορά της απεικόνισης αυτής, που συνηθίζεται στο αρχιτεκτονικό τμήμα του τεταρτοσφαίριου της κόγχης του Ιερού των ναών, πάνω στο φυσικό βράχο είχε αναμφισβήτητα συμβολικό χαρακτήρα.

Όπως το τμήμα εκείνο του ναού ενώνει τη στέγη με το δάπεδο σαν γέφυρα "μετάγουσα από γης προς ουρανό", δηλαδή τους Πάνω με τους κάτω, έτσι και η Θεοτόκος, που εκπροσωπεί τη Μητέρα της συνδιαλλαγής του πλάσματος με τον πλάστη, αυτή που γεφύρωσε το χάσμα της Εύας και συμμετέχει ενεργά στη σωτηρία του κόσμου, επιλέχτηκε και εδώ για τη μεταβίβαση των θερμών παρακλήσεων των νοσούντων κυρίως προσκυνητών προς το Θεό. Σε απόσταση 1.300 μ. νότια από τον οικισμό της Οινούσας, σε πεδινή έκταση, που απλώνεται κάτω από τις νότιες υπώρειες του Μενοικίου όρους βρίσκεται υστεροβυζαντινό μονόχωρο μετασκευασμένο ναΰδριο (εσωτ. διαστ. 4,50 Χ 5,23 μ., με τις κόγχες). Ακολουθεί τον τρίκογχο αρχιτεκτονικό τύπο με τρούλο. Όλες οι κόγχες είναι εξωτερικά ημικυκλικά διαμορφωμένες. Συνδέεται πιθανόν (από το έτος 1341 τουλάχιστον) με το καθολικό του Αγίου Νικολάου, το λεγόμενο του Ξανθοπούλου, που αποτέλεσε μετόχι της παρακείμενης μονής των Αγίων Αναργύρων στο Χιονοχώρι και ιδιοκτησία της αγιορείτικης επίσης μονής των Ιβήρων. Ο χώρος αυτός (βυζαντ. Τρεβέσαινα), γνωστός από την υστεροβυζαντινή εποχή για τους πολλούς υδρόμυλους, αποτέλεσε αργότερα μετόχι της μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών, που μετατράπηκε στη συνεχεία σε τουρκικό τσιφλίκι. Μέχρι το έτος 1953 το μνημείο ήταν επιχωματωμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος του και καλυπτόταν από πυκνή βλάστηση. Το 1956 καθαρίστηκε και ανακαινίσθηκε κακότεχνα, αφού η οροφή του αντικαταστάθηκε άκομψα με πλάκα από μπετόν. Από τον εσωτερικό αρχικό του ζωγραφικό διάκοσμο διατηρούνταν πριν μερικά χρόνια ελάχιστα σπαράγματα τοιχογραφίας στο ανατολικό τμήμα της αψίδας του Ιερού. Λέγεται ότι η σύγχρονη παράσταση της Πλατυτέρας, στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας, έχει επιζωγραφιστεί πάνω στο αρχικό πρότυπο, όπως και οι τοιχογραφίες που βρίσκονται στη μικρή κόγχη του βόρειου τοίχου του Ιερού και στο τόξο πάνω από το υπέρθυρο της δυτικής εξωτερικής εισόδου. Η αναγραφή της χρονολογίας ίδρυσης του ναϋδρίου στη σύγχρονη μαρμάρινη επιγραφή νότια της εισόδου είναι αυθαίρετη.

Συνέχεια...