ΧΙΟΝΟΧΩΡΙ


Μερική άποψη του γραφικού Χιονοχωρίου από νότια.

Γραφικό ορεινό ερειπωμένο κτηνοτροφικό χωριό που βρίσκεται στη νότια πλαγιά του Μενοικίου όρους (υψόμ. 515 μ.), σε απόσταση 7 χλμ. βόρεια από την Οινούσα και μία ώρα πεζοπορίας νοτιοανατολικά από τη μονή του Τιμίου Προδρόμου. Συγκροτήθηκε αρχικώς από κατοίκους του παρακείμενου αφανισμένου χωριού της Κεράνιτσας (βυζαντ. Κεράνιτζα). Αργότερα εγκαταστάθηκαν σε αυτό απόδημοι Βλάχοι Αβδελλιώτες από την περιοχή των Γρεβενών, οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση, εγκατέλειψαν τα πάτρια εδάφη τους, εξαιτίας των διωγμών του Αλή πασά Τεπελενλή. Το χωριό κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας πήρε την ονομασία Καρλή Κιόι (=Χιονοχώρι), γιατί οι κάτοικοί του συγκέντρωναν το χειμώνα μέσα σε τρύπες χιόνι και το πωλούσαν τους θερινούς μήνες για ψύξη στην πόλη. Μετά την απελευθέρωση του 1913 προσαρτήθηκε στην κοινότητα τον Αγίου Πνεύματος. Το 1923 αποσπάσθηκε και συγκρότησε ανεξάρτητη κοινότητα. Σήμερα ανήκει στου καποδιστριακό Δήμο Σερρών. Από το έτος 1927 οι κάτοικοι άρχισαν να εγκαταλείπουν το χωριό και να εγκαθίστανται στη γειτονική Οινούσα. Η μετοίκησή τους ολοκληρώθηκε το 1967 με την οριστική του ερήμωση. Στο κέντρο του χωριού υψώνεται ο ναός των Αγίων Αναργύρων. Πρόκειται για μία τρίκλιτη μεταβυζαντινή βασιλική του α' μισού του 19ου αιώνα (εσωτ. διαστ. 9,95 Χ 14,65 μ.), το κεντρικό κλίτος της οποίας στεγάζεται με καμάρα. Στο ξύλινο τέμπλο της έχουν ενσωματωθεί τμήματα από το παλιότερο επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο του α' μισού του 18ου αι. Οι δεσποτικές εικόνες φιλοτεχνήθηκαν κατά το β' μισό του 19ου αι., όπως και οι λαϊκότροπες επιζωγραφισμένες τοιχογραφίες του ναού. Στο υπερυψωμένο δυτικό τμήμα του εξωνάρθηκα του ναού σώζεται μικρό βυζαντινό παρεκκλήσι (διαστ. 3,67 Χ 7,77 μ.), λαξευμένο σε βράχο, το οποίο αποδίδεται στο καθολικό της βυζαντινής μονής των Αγίων Αναργύρων.

Λεπτομέρεια της τοιχογραφίας των αγίων Αναργύρων.

Η είσοδός του, που φέρει ξύλινο περιθύρωμα, βλέπει ανατολικά. Αμέσως μετά την είσοδο ακολουθεί ένας στενός διάδρομος. Μπροστά από το διάδρομο βρίσκεται το κύριο τμήμα του ναϋδρίου με τους δύο οκτάεδρους μαρμάρινους κιονίσκους, οι οποίοι επιστέφονται με κιονόκρανα, διακοσμημένα στις ακμές τους με ανθέμια και στις πλευρές με ρόδακες και σταυρό αντιστοίχως. Δεξιά του διαδρόμου υπάρχει το μικρό Ιερό. Το τέμπλο του αποτελείται από μαρμάρινο επιστύλιο, το οποίο φέρει παράσταση κεντρικού σταυρού, μαιάνδρων και ρόμβων από τις δύο πλευρές του. Στηρίζεται σε δύο μικρούς κιονίσκους.. Το κατώτερο τμήμα του τέμπλου ενσωματώνει δύο μαρμάρινα θωράκια με παραστάσεις σταυρού. Ένα τρίτο θωράκιο, με όμοια παράσταση και ρόδακες, έχει εντοιχιστεί στο νότιο εξωτερικό τοίχωμα του Ιερού. Μαρμάρινο είναι τέλος και το περίθυρο της Ωραίας Πύλης. Στον εξωτερικό τοίχο βόρεια της εισόδου διασώζεται η ξηρογραφία του αγίου Νικολάου, ο οποίος παριστάνεται με το αριστερό του χέρι να κρατά Ευαγγέλιο και με το δεξί του να ευλογεί. Στο διάδρομο του σπηλαιώδους ναϋδρίου είναι αποτυπωμένες οι τοιχογραφίες του ίδιου ιερού προσώπου, του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, καθώς και ενός αδιάγνωστου αγίου. Στις δύο πλευρές της Ωραίας Πύλης του τέμπλου έχουν απεικονιστεί ο Χριστός και η Παναγία στον τύπο της αριστεροκρατούσας. Στο βόρειο τοίχωμα του κυρίως ναΐσκου ξεχωρίζει η ξηρογραφία των αγίων Αναργύρων. Οι δύο θεραπευτές άγιοι κρατούν στο χέρι τους από ένα ανοιχτό κιβωτίδιο με τα σύνεργα της δουλειάς τους (ιατρικά εργαλεία και φάρμακα). Δίπλα ακριβώς εικονίζεται η αγιογραφία μάρτυρα που με το δεξί του χέρι κρατά το σταυρό του μαρτυρίου. Όλες οι τοιχογραφίες του κεντρικού τμήματος και του διαδρόμου, που είναι και οι παλιότερες, έχουν αγιογραφηθεί πάνω στο φυσικό βραχώδες υπόστρωμα. Στο χέρι του ανώνυμου αγιογράφου που τις φιλοτέχνησε υποστηρίζουν ορισμένοι ότι οφείλονται και κάποιες άλλες τοιχογραφίες της παρακείμενης μεγάλης μονής του Τιμίου Προδρόμου. Ο εσωτερικός χώρος του Ιερού είναι κατάκοσμος από μεταγενέστερο μεταβυζαντινό τοιχογραφικό διάκοσμο. Στη λαξευμένη κόγχη του ανατολικού τοιχώματος αποτυπώνεται η κεντρική παράσταση της Πλατυτέρας και ακολουθούν περιμετρικά οι μορφές του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του Χριστού, της Παναγίας, του αγίου Στεφάνου και του αγίου Γρηγορίου.

 

Η ιστορία του βυζαντινού ναϋδρίου συνδέεται με τον πρώτο κτήτορα της μονής του Τιμίου Προδρόμου, το Σερραίο Ιωαννίκιο. Σύμφωνα με την περιγραφή που μας δίνει ο ανεψιός του όσιος Ιωακείμ (ο μετονομασθείς Ιωάννης), μητροπολίτης Ζιχνών και δεύτερος κτίτορας της ίδιας μονής, ο θείος του μετά την αποχώρησή του από το Άγιο Όρος, όπου είχε λάβει το μοναχικό σχήμα και χειροτονήθηκε ιερέας, επέστρεψε στη γενέτειρά του (περίπου το 1260), για να αναλάβει την επιμέλειά του ίδιου που παρέμεινε ορφανός από γονείς. Εδώ, αναζήτησε κάποια ερημική τοποθεσία στο ανατολικό τμήμα του Μενοικίου όρους, για να απομονωθεί και να συνεχίσει το μοναχικό του βίο μαζί με το δίχρονο ανεψιό του. Βρήκε ένα μικρό εγκαταλειμμένο και αφρόντιστο κελί, από το οποίο διασωζόταν μόνον ο ναός του αφιερωμένος στη μνήμη των αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού. Μετά την εγκατάστασή του σε αυτό (πριν από το 1275), το φρόντισε με μεγάλη επιμέλεια. Με την ανασύσταση των κελιών του το κατέστησε ασκητικό καταφύγιο. Λίγα χρόνια πριν από το έτος 1279 και αφού πέτυχε το στόχο του με την προσέλευση και άλλων μοναχών, για τους οποίους έκτισε νέα κελιά, αποχώρησε από εκεί, αφήνοντας στη θέση του άλλο γέροντα ασκητή. Ο ίδιος πάλι με τον ανεψιό του αναζήτησε άλλη δυσπρόσιτη περιοχή δυτικότερα του όρους και κατοίκησε για σύντομο χρονικό διάστημα μέσα σε υγρό σπήλαιο, λίγο πριν κατέβει από αυτό και ιδρύσει τη φημισμένη μονή του Τιμίου Προδρόμου. Από τις βυζαντινές πηγές το ναΰδριο των Αγίων Αναργύρων αναφέρεται αργότερα ως μετόχι (1310-1357), που ανήκε στην αγιορείτικη μονή των Ιβήρων. Έφερε μάλιστα την επίκληση του Λεάσκου. Το ίδιο με τη σειρά του απέκτησε δικό του μετόχι, του Ιωάννου Θεολόγου του Λιβοβιστού, κοντά στις Σέρρες. Φαίνεται ότι κατά την περίοδο αυτή γνώρισε ιδιαίτερη ακμή, αφού σε μεταγενέστερο (1322) χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου μνημονεύεται ότι επανδρώθηκε με μοναχούς και προστέθηκαν σε αυτό και αρκετές ιδιοκτησίες, όπως στην Τρεβέσαινα (σημ. Οινούσα), στην Τρεβεσενίκια, ολόγυρα από το μονύδριο και στην τοποθεσία του Λιβοβιστού, κοντά στο κάστρο των Σερρών. Για αυτές τις τελευταίες μάλιστα, και κυρίως για την κυριότητα του "περιορισμού" στην τοποθεσία Κεράνιτζα, σημειώθηκαν συνεχείς διενέξεις με την παρακείμενη μονή του Τιμίου Προδρόμου. Κατά την περίοδο της σερβοκρατίας δύο χρυσόβουλοι λόγοι (1346) του Στέφανου Δουσάν επικυρώνουν την κατοχή του μετοχίου των αγίων ενδόξων θαυματουργών Ανάργυρων στην ιβηρίτικη μονή. Σε μεταγενέστερο χρυσόβουλο (1351) του Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού αναφέρεται πια σαν αγρίδιο. Την τελευταία αναφορά για το μετόχι των Αγίων Αναργύρων συναντούμε σε επικυρωτικό χρυσόβουλο (1357) του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου που κάνει λόγο για τις κτήσεις της αγιορείτικης μονής των Ιβήρων. Η καταστροφή του συντελέστηκε κατά πάσα πιθανότητα λίγο πριν από το έτος 1371.

Συγγραφέας:
Πέτρος Κ. Σαμσάρης

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αρχαιολογικό Δελτίον 24 (1969) χρον. Β2, σσ. 359-360, πίv. 367γ-δ και 46 (1991) χρον. Β2, σσ. 347-348.

Γ. Κουντιάδη, Σύντομος ιστορική επισκόπησις της ιεράς μονής Προδρόμου (Σερρών) απ' αρχής της ιδρύσεως αυτής μέχρι των καθ' ημάς χρόνων (1270-1956), Σέρραι 19714 , σσ. 7-8.

Ε. Κουρκουτίδου-Νικολαϊδου, ΑΔ 27 (1972) χρον. Β2, σσ. 577-578, πίν. 528α.

Φ. Οικονομίδου, «Βλάχικη φορεσιά από το Χιονοχώρι», Μακεδόνικα 13 (1973) σ. 341.

Κ. Οικονόμου, «Ο σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός του Αγίου Νικολάου στον Ελαιώνα Σερρών», Πρόγραμμα και περιλήψεις εισηγήσεων και ανακοινώσεων 9ου Συμποσίου Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης, Αθήνα 1989. σσ. 64-65.

Πέτρου Σαμσάρη, «Άγνωστη βυζαντινή τοιχογραφία στην περιοχή των Σερρών», Βυζαντινά 14 (1988) σσ. 399-412 (σχέδ. 1-3), πίν. 1-17.

Ε. Τσιγαρίδα, «Περί του ναού του Αγίου Νικολάου Ελαιώνος Σερρών», Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών 4/1 (1971) σσ. 54-57 (εικ. 1-4).

Χριστοφόρου, ιεροδιδ. και ηγουμένου, Προοκυνητάριον της εν Μακεδονία παρά τη πόλει Σερρών (σταυροπηγιακής ιεράς μονής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, Λειψία [1904], σσ. 18, 30.

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Εικ. 1-16, 18, 20, 26-29: Πέτρος Κ. Σαμσάρης

Εικ. 17, 19, 21-25, 30: Χριστίνα Παπαφράγκου