Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΣΕΡΡΩΝ

 

 

ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ-ΧΕΡΣΑΙΟ ΑΝΑΓΛΥΦΟ


O Δήμος Σερρών με το σχέδιο "Καποδίστριας" (1998) αύξησε τα όρια της ευρύτερης περιοχής του και σήμερα συμπεριλαμβάνει τους εξής οικισμούς: Σέρρες, Άγιος Ιωάννης, Κάτω Μετόχι, Κρίνος, Ξηρότοπος, Ελαιώνας, Χρυσοπηγή, Οινούσα, Χιονοχώρι. Η πόλη των Σερρών βρίσκεται στο κέντρο του νομού Σερρών. Το ανάγλυφο του εδάφους της ευρύτερης περιοχής παρουσιάζει έντονη αντίθεση μεταξύ του βορείου και νοτίου τμήματός της. Βόρεια της πόλης συναντάμε μια πύκνωση των υψομετρικών ανάγλυφων από όπου και ξεκινά πλήθος χειμάρρων (Χριστού, Λευκώνα, Καμενικίων, Αγίου Ιωάννη) με κατεύθυνση από βορά προς νότο. Στο νότιο τμήμα της περιοχής εκτείνεται η πεδιάδα του Στρυμόνα, όπου οι κλίσεις του εδάφους είναι πολύ μικρές.


ΚΛΙΜΑ


Το κλίμα της περιοχής χαρακτηρίζεται ως ξηρό με απόκλιση προς το ημιυγρό και με πλεόνασμα νερού το χειμώνα. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 15,2° C, η μέση ανώτερη θερμοκρασία είναι 24,7° C και η μέση κατώτερη 5,6° C. Το μήνα Αύγουστο παρατηρείται η απόλυτη μέγιστη θερμοκρασία και το μικρότερο ύψος βροχής ενώ το μήνα Ιανουάριο η απόλυτη ελάχιστη θερμοκρασία. Ειδικότερα για την πόλη των Σερρών πρέπει να τονίσουμε ότι στο νότιο τμήμα της, το οποίο επηρεάζεται πιο έντονα από την τάφρο της Μπελίτσας όσο και από τον ποταμό Στρυμόνα, το κλίμα είναι πιο υγρό σε αντίθεση με το βόρειο που έχει ξηρότερο κλίμα.

 

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ

 

Οι Σέρρες απελευθερώθηκαν από τον ελληνικό στρατό στις 28 Ιουνίου 1913, όμως η κατάσταση της πόλης ήταν τρομακτική, γιατί οι Βούλγαροι λίγο πριν την εγκαταλείψουν προκάλεσαν ευρύτατης έκτασης πυρκαγιά. Από τους 30.000 περίπου κατοίκους υπολογίζεται ότι οι 15.000 έμειναν άστεγοι. Ωστόσο ο πληθυσμός της πόλης για τη συγκεκριμένη φονική στιγμή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Οι στατιστικές του Ελληνικού στρατού φαίνεται ότι έγιναν μετά στο τέλος του δεύτερου Βαλκανικού πολέμου και την υπογραφή της συνθήκης του Βουκουρεστίου (Αύγ. 1913) ενώ είχαν προηγηθεί ανταλλαγές πληθυσμών. Αλλά και οι ποικίλες στατιστικές που διενεργήθηκαν πριν το 1913 παρουσιάζουν αναντιστοιχίες και ανακρίβειες, εξαιτίας των συνεχών μεταναστεύσεων, ιδιαίτερα των μουσουλμάνων στο διάστημα 1905-1913, καθώς και των διαφορετικών κριτηρίων στην καταμέτρηση των πληθυσμών. Και μετά το 1913 οι συνεχείς μετακινήσεις των πληθυσμών κάνουν αδύνατη την ακρίβεια στις στατιστικές καταμετρήσεις.
Μετακινήσεις ελληνικών πληθυσμών από τη Στρώμνιτσα, το Μελένικο και το Πετρίτσι προς τις ελληνικές περιοχές έγιναν μετά από εντολή του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο του 1913. Στα τέλη του Ιουνίου του 1915 κατέφθασαν στη Μακεδονία πρόσφυγες από τη Βουλγαρία, τη Θράκη, τη Μ. Ασία, τον Καύκασο κ.α.

Στην περιοχή των Σερρών εγκαταστάθηκαν 21.306 πρόσφυγες. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε επίσης διαφοροποιήσεις στον πληθυσμό. Γεγονότα όπως οι μάχες στον Στρυμόνα και οι αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών στη Βουλγαρία επηρέασαν τη δημογραφική εικόνα της περιοχής. Με την υπογραφή της Συνθήκης του Νεϊγύ (Νοεμ. 1919) και την ιδιαίτερη σύμβαση μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας για ανταλλαγή πληθυσμών, μετακινήθηκαν από τη Βουλγαρία και άλλοι ελληνικοί πληθυσμοί. Την ίδια εποχή Έλληνες άρχισαν να φτάνουν στα λιμάνια της Ελλάδος από την Ανατολική Θράκη, Μ. Ασία, τον Πόντο και άλλες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία αναφέρει ότι οι κάτοικοι της πόλης το 1920 ήταν 14.564. Λίγο αργότερα η μικρασιατική καταστροφή και η υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάννης (Ιουλ. 1923) έφερε νέο κύμα προσφύγων προς τη Μακεδονία.
Μέχρι το 1928 πάνω από 70.000 πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν ατό νομό Σερρών. Τα πρώτα χρόνια εγκατάστασης των προσφύγων η δημόσια υγεία επιδεινώθηκε δραματικά. Η δυσεντερία, ο εξανθηματικός τύφος και η ελονοσία, μάστιζαν τους πληθυσμούς.

Σύμφωνα με τη Γενική Διεύθυνση Εποικισμού η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων ως τα τέλη του 1928 είχε εγκαταστήσει στην πόλη των Σερρών 13.538 πρόσφυγες και στην ύπαιθρο του νομού 56.884. Η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία αναφέρει ότι οι κάτοικοι της πόλης το 1928 ανερχόταν στους 29.640. Μετά την ολοκλήρωση της ανταλλαγής των πληθυσμών επεκράτησε στην περιοχή πλήρης θρησκευτική ομοιογένεια (0,9% μουσουλμάνοι). Όσον αγορά τη γλώσσα κυρίως οι τουρκόφωνοι και λιγότερο οι σλαβόφωνοι ελληνικοί πληθυσμοί άρχισαν σταδιακά να εγκαταλείπουν αυτές τις γλώσσες. Φυσική αύξηση του πληθυσμού άρχισε να καταγράφεται από το 1928 και μετέπειτα. Μεταξύ 1928 και 1940 ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε σχεδόν κατά 5.000 κατοίκους. Στη δεκαετία του '40 ο πόλεμος και η εμφύλια διαμάχη είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του πληθυσμού στο νομό ωστόσο η πόλη των Σερρών αύξησε τον πληθυσμό της.

Η έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε στην ύπαιθρο προκάλεσε μετακινήσεις αγροτικών πληθυσμών προς την πόλη, συγχρόνως οι πόλεις άρχισαν να παίζουν σημαντικό ρόλο στην ελληνική ζωή. Η πόλη των Σερρών σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο παρουσιάζει μια συνεχή αύξηση του πληθυσμού. Οι επίσημες στατιστικές της εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας δίνουν τα εξής στοιχεία: 1951 επίσημα καταγεγραμμένοι κάτοικοι 37.207, το 1967 κάτοικοι 40.626, το 1971 κάτοικοι 41.091, το 1981 κάτοικοι 46.317, το 1991 κάτοικοι 51.010. Τα πρώτα στοιχεία της απογραφής του 2001 παρουσιάζουν τον πληθυσμό γύρω στους 56.000. Ωστόσο οι κάτοικοι της πόλης είναι κατά πολύ περισσότεροι, καθώς οι απογραφές δεν αποτυπώνουν πάντα τον πραγματικό αριθμό των κατοίκων της πόλης. Συγκρινόμενη η αυξητική αυτή πορεία με την ελαφρά πτωτική τάση τον πληθυσμού στο νομό, διαπιστώνεται ένας δυναμισμός στην εξέλιξη της πόλης των Σερρών, γεγονός που αντικατοπτρίζει την ανάπτυξη της πόλης στους τομείς που επηρεάζουν τη συγκράτηση του πληθυσμού και την αύξησή του. Οι Σέρρες, όπως και οι περισσότερες ελληνικές επαρχιακές πόλεις, στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες χαρακτηρίστηκαν από μιαν κινητικότητα του παλαιού αστικού πληθυσμού τους προς την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και αντικατάστασή του με νεοαφιχθέντες από την ύπαιθρο.

ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΧΗ


Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρείται ένας δυναμισμός σε ορισμένους οικισμούς της επαρχίας Σερρών, οι οποίοι αναπτύσσονται ραγδαία σε άμεση εξάρτηση με τις Σέρρες. Πρόκειται για τους Επταμύλους και το Λευκώνα σε μικρή απόσταση από την πόλη. Ο οικισμός Επτάμυλοι, στα ανατολικά της πόλης, δέχτηκε πιέσεις οικιστικής ανάπτυξης από την πόλη των Σερρών ενώ ο Λευκώνας (Δήμος από το 1998), στα δυτικά της πόλης, παρουσιάζει μια ιδιαίτερη ανάπτυξη που καθορίζεται από την άμεση γειτνίαση με τη Βιομηχανική Περιοχή των Σερρών και τη στρατηγική του θέση στο εθνικό οδικό δίκτυο Θεσσαλονίκης /Σερρών/ Προμαχώνα που οδηγεί στη γειτονική Βουλγαρία. Οι δύο αυτοί οικισμοί εξελίσσονται σε προαστιακούς οικισμούς της πόλης των Σερρών και η πληθυσμιακή τους σύνθεση φαίνεται να συνοδεύεται από διαφοροποίηση της παραγωγικής τους βάσης στην κατεύθυνση της εξομοίωσής τους με την αντίστοιχη των Σερρών.

Δυναμική ανάπτυξη παρουσιάζει και ο οικισμός της Οινούσας στα ανατολικά της πόλης. Στα νότια της πόλης υπάρχει μια ομάδα οικισμών (Μητρούσι, Μονόβρυση, Νεοχώρι, Ν. Σκοπός, Σκούταρι, Κωσταντινάτο, Κ. Καμήλα) οι οποίοι διατηρούν τον αγροτικό τους χαρακτήρα παρά την έντονη ανάπτυξη του δευτερογενή τομέα που χαρακτηρίζει την περιοχή. Για τους οικισμούς αυτούς η πόλη των Σερρών είναι κέντρο εξυπηρετήσεων λιανικού εμπορίου ενώ παράλληλα καλύπτει δευτεροβάθμιου επιπέδου ανάγκες κοινωνικής υποδομής, πολιτισμού και αναψυχής. Από την αγορά των Σερρών απορροφώνται αγροτικά προϊόντα, κυρίως οπωροκηπευτικά, αλλά παράλληλα στην πόλη των Σερρών επενδύεται το πλεόνασμα του αγροτικού εισοδήματος, το οποίο θεωρείται σημαντικό εξαιτίας της υψηλής παραγωγικότητας της αρδευόμενης γης. Στα βόρεια της πόλης το ανάγλυφο του εδάφους δεν ευνόησε την ανάπτυξη μεγάλων οικισμών, ωστόσο η ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος που χαρακτηρίζεται από δασικές εκτάσεις ιδιαίτερου φυσικού κάλους οδήγησαν στην ανάπτυξη του χιονοδρομικού κέντρου του Λαϊλιά αλλά και στην ανάπτυξη παραθεριστικής κατοικίας στους οικισμούς της Χρυσοπηγής και του Ελαιώνα

ΟΙΚΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ


Η πυρκαγιά τον 1913 επέφερε στην πόλη των Σερρών βαρύτατες απώλειες. Από τις 6.000 οικίες αποτεφρώθηκαν οι 4.050, ενώ πυρπολήθηκαν 1.000 καταστήματα. Τη μεγαλύτερη ζημία υπέστη η ελληνική Κοινότητα της οποίας κάηκαν δεκαοκτώ από τους εικοσιένα ναούς και όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Η καταστροφή τον '13 και η εγκατάσταση των προσφύγων μετά τη μικρασιατική καταστροφή αποτέλεσαν τις βασικές παραμέτρους που καθόρισαν την οικιστική μορφή της πόλης. Προσφυγικές συνοικίες οικοδομήθηκαν με βάση συγκεκριμένο πολεοδομικό σχεδιασμό και αρχιτεκτονικά πρότυπα. Η μεγάλη αναλογία προσφύγων στην πόλη δίνει και το μέγεθος της οικιστικής διεύρυνσης. Το φυσικό περίγραμμα μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η πόλη καθορίστηκε από το φυσικό φράγμα του λόφου του Κουλά στα βόρεια και τους χείμαρρους της Αγίας Βαρβάρας δυτικά και των Αγίων Αναργύρων ανατολικά. Η οικιστική ανάπτυξη των Σερρών είχε ως αφετηρία το παλαιότερο κομμάτι της πόλης και ο οικιστικός ιστός βαθμιαία επεκτάθηκε κυρίως προς τα νότια εκεί όπου το ανάγλυφο του εδάφους εννοούσε την οικιστική επέκταση.
Στις Σέρρες μέχρι τον Β' παγκόσμιο πόλεμο υπήρχε εβραϊκή κοινότητα. Η γειτονιά στην οποία διέμεναν γνωστή ως "τα εβραίικα" βρισκόταν κοντά στην Πλατεία Εμπορίου. Σήμερα διατηρείται το οίκημα της σχολής Alliance Israelite Universelle και στεγάζει το 6ο Δημοτικό Σχολείο.

Η πόλη περιλαμβάνει 17 γειτονιές η κάθε μια από τις οποίες διατηρεί ένα ιδιαίτερο χαρακτήρα αποτελώντας μιαν ομοιογενή οικιστική ενότητα. Η επέκταση των πολυκατοικιών σε ορισμένες γειτονιές τείνει να επιφέρει μια ομογενοποίηση στην όψη των συγκεκριμένων περιοχών. Στις περιφερειακές γειτονιές της πόλης κυριαρχεί η κατοικία ενώ στις κεντρικές γειτονιές η κατοικία αναμειγνύεται με κεντρικές λειτουργίες εμπορίου και αναψυχής οι οποίες καθορίζουν τη φυσιογνωμία του χώρου. Το μέγεθος της τοπικής αγοράς σε συνδυασμό με την κλίμακα του αστικού χώρου δεν ευνόησαν την ανάπτυξη περιφερειακών κέντρων. Έτσι η δομή της πόλης δε διαφοροποιήθηκε. Εξαίρεση αποτελεί η γραμμική επέκταση λειτουργιών αναψυχής στα ανατολικά της πόλης στην κοιλάδα των Αγίων Αναργύρων.

Η πλατεία Εμπορίου με τη Δημοτική αγορά αποτελεί το σημαντικότερο πόλο εμπορικών λειτουργιών που σχετίζονται με τον κλάδο των τροφίμων. Βορειότερα και σε πολύ μικρή απόσταση, η πλατεία Ελευθερίας συγκεντρώνει λειτουργίες αναψυχής οι οποίες αναπτύσσονται στις όψεις των οικοδομικών τετραγώνων που την περιβάλλουν και στους πεζοδρόμους, οι οποίοι με κέντρο την πλατεία επεκτείνονται στο παλαιό εμπορικό κέντρο της πόλης.
Μέσα στην πόλη δεν υπάρχουν σημαντικοί ελεύθεροι κοινόχρηστοι χώροι. Μοναδικός μεγάλος ελεύθερος χώρος μέσα στον οικιστικό ιστό είναι ο χώρος μεταξύ των γειτονιών Τιμίου Σταυρού και Κιουπλιών. Ο χώρος αυτός περιλαμβάνει ένα δημοτικό σχολείο και ένα θερινό θέατρο τον Δήμου. Ωστόσο η έλλειψη ιδιαίτερων χώρων πρασίνου μέσα στη πόλη και ιδιαίτερα στις πυκνοδομημένες κεντρικές γειτονιές αναπληρώνεται από το πράσινο της περιοχής του Κουλά στα βόρεια καθώς και το πράσινο της περιοχής του Ηρώου στα νότια της πόλης. Η περιοχή της κοιλάδας των Αγίων Αναργύρων στα βορειοανατολικά, χώρος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, συνδυάζει πράσινο, αθλητικές εγκαταστάσεις, λειτουργίες αναψυχής για όλες τις ηλικίες (ταβέρνες, καφέ, μπαρ, θερινό κινηματογράφο) και υποκαθιστά την έλλειψη αντίστοιχων χώρων μέσα στην πόλη.

Συνέχεια...